κιναιδίζω

κιναιδίζω
κιναιδίζω (Α) [κίναιδος]
(ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος*, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιναιδιζόμενον — κιναιδίζω practise unnatural vice pres part mp masc acc sg κιναιδίζω practise unnatural vice pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

  • κιναίδισμα — κιναίδισμα, τὸ (Μ) [κιναιδίζω] η παρά φύσιν ασέλγεια …   Dictionary of Greek

  • ἐκκεκιναίδισται — ἐκ κιναιδίζω practise unnatural vice perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”